προσεύχετο

προσεύχετο
προσεύχομαι
offer prayers
imperf ind mp 3rd sg
προσεύχομαι
offer prayers
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσεύχομαι — προσευχήθηκα, απευθύνω προσευχή στο Θεό: Δε φαίνετ ο καλόγερος· μόνος του στ Άγιο Βήμα προσεύχετο κι ετοίμαζε τη μυστική θυσία (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”